επίθετο “private”
βασική μορφή private (more/most)
- ιδιωτικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They held a private meeting in the boardroom.
- προσωπικός
She doesn't share details about her private life on social media.
- απομονωμένος
They enjoyed a picnic in a private spot by the river.
- εμπιστευτικός
Please keep this information private until we can make an official announcement.
- κλειστός (επιφυλακτικός· που δεν επιθυμεί να μοιραστεί προσωπικές σκέψεις ή συναισθήματα)
He's a very private person and rarely discusses his feelings.
- ιδιωτικός (τομέας)
He decided to work in private industry rather than for the government.
- ιδιωτικός (σε δωμάτιο νοσοκομείου, δεν μοιράζεται με άλλους ασθενείς)
She stayed in a private room after her surgery.
- μη εισηγμένος
The company chose to remain private.
- ιδιωτικός (πληροφορική, προσβάσιμος μόνο εντός μιας συγκεκριμένης κλάσης ή ενότητας)
The variable was declared private to prevent external access.
ουσιαστικό “private”
ενικός private, πληθυντικός privates
- στρατιώτης
As a private, she followed orders from her superiors.