·

private (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “private”

βασική μορφή private (more/most)
  1. ιδιωτικός
    They held a private meeting in the boardroom.
  2. προσωπικός
    She doesn't share details about her private life on social media.
  3. απομονωμένος
    They enjoyed a picnic in a private spot by the river.
  4. εμπιστευτικός
    Please keep this information private until we can make an official announcement.
  5. κλειστός (επιφυλακτικός· που δεν επιθυμεί να μοιραστεί προσωπικές σκέψεις ή συναισθήματα)
    He's a very private person and rarely discusses his feelings.
  6. ιδιωτικός (τομέας)
    He decided to work in private industry rather than for the government.
  7. ιδιωτικός (σε δωμάτιο νοσοκομείου, δεν μοιράζεται με άλλους ασθενείς)
    She stayed in a private room after her surgery.
  8. μη εισηγμένος
    The company chose to remain private.
  9. ιδιωτικός (πληροφορική, προσβάσιμος μόνο εντός μιας συγκεκριμένης κλάσης ή ενότητας)
    The variable was declared private to prevent external access.

ουσιαστικό “private”

ενικός private, πληθυντικός privates
  1. στρατιώτης
    As a private, she followed orders from her superiors.