·

ten (EN)
αριθμητικό (όνομα), ουσιαστικό

αριθμητικό (όνομα) “ten”

ten, 10
  1. δέκα
    She bought ten apples from the market.

ουσιαστικό “ten”

ενικός ten, 10, πληθυντικός tens, 10s
  1. δεκάδα
    The teacher asked us to count the pencils and organize them in tens for the art project.
  2. Δέκα η ώρα
    The meeting is scheduled to start at ten in the morning.
  3. δεκάδες (σε πληθυντικό γιατί αναφέρεται σε ποσότητες ή αποστάσεις που είναι περισσότερες από είκοσι αλλά λιγότερες από εκατό)
    I found tens of books in the attic, more than I expected but fewer than a hundred.
  4. δεκάρι (στο παιχνίδι των χαρτιών)
    In our game of poker last night, I was thrilled to draw a ten of hearts, completing my flush.
  5. δεκάρικο (σε χρήματα)
    I only have a fifty, so could you change it into five tens?
  6. δεκάρα (στην αργκό για πολύ ελκυστικό άτομο)
    At the party, everyone agreed that Mark was a ten.