·

cog (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “cog”

ενικός cog, πληθυντικός cogs
  1. οδοντωτός τροχός
    The old clock had many cogs inside to keep accurate time.
  2. μία από τις οδοντώσεις ενός γραναζιού
    A broken cog can cause the whole wheel to stop working.
  3. (μεταφορικά) ένα άτομο που παίζει δευτερεύοντα ρόλο σε μια μεγάλη οργάνωση ή σύστημα
    She felt like just a little cog in the company.
  4. (ξυλουργική) μια προεξοχή σε μια δοκό που ταιριάζει σε μια εγκοπή σε άλλο κομμάτι
    The builder used a cog to secure the beam in place.

ρήμα “cog”

απαρέμφατο cog; αυτός cogs; αόριστος cogged; μετοχή αορ. cogged; μετοχή ενεστ. cogging
  1. εξοπλίζω κάτι με γρανάζια
    The mechanic cogged the gears for the new clock.
  2. (για ηλεκτρικό κινητήρα) να κινείται με σπασμωδικά βήματα όταν δεν είναι ενεργοποιημένος
    The motor cogs when you try to turn it by hand.