·

assured (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
assure (ρήμα)

επίθετο “assured”

βασική μορφή assured (more/most)
  1. σίγουρος (για τις δικές του ικανότητες)
    She walked into the interview with an assured smile, ready to tackle any question.
  2. εγγυημένος
    With the team's star player in top form, victory was assured.