επίθετο “rare”
rare, συγκρ. rarer, υπερθ. rarest
- σπάνιος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
It's rare to see a blue moon; they only occur once every few years.
- αραιός
The air at the top of the mountain is much rarer than at sea level.
- ψημένος αλλά κόκκινος εσωτερικά (για κρέας)
I ordered my steak rare because I like it juicy and slightly bloody.