ουσιαστικό “medium”
ενικός medium, πληθυντικός media
- μέσο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Social media has become a powerful platform for sharing news and opinions globally.
ουσιαστικό “medium”
ενικός medium, πληθυντικός mediums, media
- μέσο (περιβάλλον)
Water is the medium in which the fish swim.
- μέσο αποθήκευσης
We backed up our project on several mediums, including USB drives and cloud storage.
- μέσο καλλιέργειας
To culture the bacteria, we added them to a liquid medium enriched with amino acids and vitamins.
ουσιαστικό “medium”
ενικός medium, πληθυντικός mediums
- μέντιουμ
The medium closed her eyes and whispered messages from spirits to the eager audience gathered around her.
- μέσο μέγεθος
She ordered a medium because she wasn't very thirsty.
επίθετο “medium”
βασική μορφή medium (more/most)
- μεσαίος
She ordered a medium coffee, not too large or too small, just the right size for her morning routine.
- μεσαία ψήσιμο
I ordered my steak medium because I like it pink in the middle.