·

viridian (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “viridian”

ενικός viridian, πληθυντικός viridians ή μη μετρήσιμο
  1. βιριδίαν (μια απόχρωση του πράσινου με μια υπόνοια του μπλε)
    The artist chose viridian to paint the lush foliage in her landscape.

επίθετο “viridian”

βασική μορφή viridian, μη βαθμ.
  1. βιριδί (είναι ένα χρώμα πράσινο με μπλε αποχρώσεις)
    She wore a stunning viridian dress that complemented her eyes.