ρήμα “exist”
απαρέμφατο exist; αυτός exists; αόριστος existed; μετοχή αορ. existed; μετοχή ενεστ. existing
- υπάρχω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Dinosaurs existed millions of years ago, long before humans walked the Earth.