ρήμα “continue”
απαρέμφατο continue; αυτός continues; αόριστος continued; μετοχή αορ. continued; μετοχή ενεστ. continuing
- συνεχίζω (χωρίς διακοπή)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The rain continued all night, making the roads very slippery.
- συνεχίζω (κάτι)
She decided to continue reading her book despite the noise.
- συνεχίζω (στην ίδια κατεύθυνση)
The river continues through the forest, winding between the trees.
- παραμένω (στην ίδια δουλειά ή κατάσταση)
He decided to continue as the team captain for another year.
- ξαναρχίζω
The lesson continued after a short break.
- συνεχίζω (μετά από διακοπή)
Please, continue. What did you want to say?