·

toward (EN)
πρόθεση

πρόθεση “toward”

toward, towards
  1. προς
    The cat crept towards the unsuspecting mouse.
  2. σχετικά με (όταν αναφέρεται σε θέματα ή πρόσωπα)
    Her attitude towards the project was incredibly enthusiastic.
  3. για (με σκοπό την επίτευξη)
    She's working extra hours towards buying a new car.
  4. κοντά σε
    The park is over toward the city centre.
  5. προς (κοντά σε μια συγκεκριμένη ώρα)
    We'll start heading towards the theater around 7 o'clock.