επίθετο “unparalleled”
βασική μορφή unparalleled, μη βαθμ.
- ανεπανάληπτος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The museum's collection of ancient artifacts is unparalleled in its breadth and quality, attracting historians from around the world.