·

team (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “team”

ενικός team, πληθυντικός teams
  1. ομάδα
    The soccer team practices every Thursday after school.

ρήμα “team”

απαρέμφατο team; αυτός teams; αόριστος teamed; μετοχή αορ. teamed; μετοχή ενεστ. teaming
  1. συνεργάζομαι
    For the science fair, I decided to team with my classmate to build a volcano.