ουσιαστικό “team”
ενικός team, πληθυντικός teams
- ομάδα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The soccer team practices every Thursday after school.
ρήμα “team”
απαρέμφατο team; αυτός teams; αόριστος teamed; μετοχή αορ. teamed; μετοχή ενεστ. teaming
- συνεργάζομαι
For the science fair, I decided to team with my classmate to build a volcano.