επίθετο “third”
βασική μορφή third, μη βαθμ.
- τρίτος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She finished in third place in the race.
ουσιαστικό “third”
ενικός third, πληθυντικός thirds ή μη μετρήσιμο
- τρίτο (μέρος)
She drank a third of the bottle of juice.
- τρίτη (ταχύτητα)
He shifted smoothly into third as the car picked up speed.
- τρίτη (νότα)
In the choir, the sopranos and altos often sing in thirds to create harmony.
- το σύντομο όνομα του πτυχίου που απονέμεται στους χαμηλότερους επιτυχόντες σε πρόγραμμα πτυχίου με διακρίσεις
Despite his hard work, Peter graduated with a third in his engineering degree.
- τρίτη (βάση)
Johnson slid safely into third just before the ball arrived.