·

third (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “third”

βασική μορφή third, μη βαθμ.
  1. τρίτος
    She finished in third place in the race.

ουσιαστικό “third”

ενικός third, πληθυντικός thirds ή μη μετρήσιμο
  1. τρίτο (μέρος)
    She drank a third of the bottle of juice.
  2. τρίτη (ταχύτητα)
    He shifted smoothly into third as the car picked up speed.
  3. τρίτη (νότα)
    In the choir, the sopranos and altos often sing in thirds to create harmony.
  4. το σύντομο όνομα του πτυχίου που απονέμεται στους χαμηλότερους επιτυχόντες σε πρόγραμμα πτυχίου με διακρίσεις
    Despite his hard work, Peter graduated with a third in his engineering degree.
  5. τρίτη (βάση)
    Johnson slid safely into third just before the ball arrived.