·

debit (EN)
ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα

ουσιαστικό “debit”

ενικός debit, πληθυντικός debits ή μη μετρήσιμο
  1. χρέωση
    She noticed a debit of $200 on her bank statement.
  2. χρέωση (λογιστική εγγραφή)
    The accountant entered the purchase as a debit in the company's books.

επίθετο “debit”

βασική μορφή debit, μη βαθμ.
  1. χρεωστικός
    She made a debit transaction.
  2. χρεωστικός (σχετικός με συναλλαγές χρεωστικής κάρτας)
    The shop offers discounts on debit purchases but not on credit cards.

ρήμα “debit”

απαρέμφατο debit; αυτός debits; αόριστος debited; μετοχή αορ. debited; μετοχή ενεστ. debiting
  1. χρεώνω
    The store will debit your account when you make a purchase.
  2. χρεώνω (καταγραφή στη χρεωστική πλευρά λογαριασμού)
    The accountant debited the expense to the supplies account.