ουσιαστικό “debit”
ενικός debit, πληθυντικός debits ή μη μετρήσιμο
- χρέωση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She noticed a debit of $200 on her bank statement.
- χρέωση (λογιστική εγγραφή)
The accountant entered the purchase as a debit in the company's books.
επίθετο “debit”
βασική μορφή debit, μη βαθμ.
- χρεωστικός
She made a debit transaction.
- χρεωστικός (σχετικός με συναλλαγές χρεωστικής κάρτας)
The shop offers discounts on debit purchases but not on credit cards.
ρήμα “debit”
απαρέμφατο debit; αυτός debits; αόριστος debited; μετοχή αορ. debited; μετοχή ενεστ. debiting
- χρεώνω
The store will debit your account when you make a purchase.
- χρεώνω (καταγραφή στη χρεωστική πλευρά λογαριασμού)
The accountant debited the expense to the supplies account.