·

pleasing (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
please (ρήμα)

επίθετο “pleasing”

βασική μορφή pleasing (more/most)
  1. ευχάριστος
    The melodious sound of the violin was very pleasing to the listeners.