·

breasted (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
breast (ρήμα)

επίθετο “breasted”

βασική μορφή breasted, μη βαθμ.
  1. με στήθος (π.χ. ευρύστερνος για ένα ζώο με ευρύ στήθος)
    The red-breasted robin perched on the branch, tilting its head curiously.
  2. με στήθη (π.χ. πλούσιοστήθη για μια γυναίκα με πλούσιο στήθος)
    She didn't mind when the boys called her small-breasted.