Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
επίθετο “breasted”
βασική μορφή breasted, μη βαθμ.
- με στήθος (π.χ. ευρύστερνος για ένα ζώο με ευρύ στήθος)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The red-breasted robin perched on the branch, tilting its head curiously.
- με στήθη (π.χ. πλούσιοστήθη για μια γυναίκα με πλούσιο στήθος)
She didn't mind when the boys called her small-breasted.