ουσιαστικό “stockholder”
ενικός stockholder, πληθυντικός stockholders
- μέτοχος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The stockholders received dividends based on the company's profits this year.