·

comforting (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
comfort (ρήμα)

επίθετο “comforting”

βασική μορφή comforting (more/most)
  1. παρηγορητικός
    Her friend's comforting presence made the difficult time more bearable.