·

continuing (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
continue (ρήμα)

επίθετο “continuing”

βασική μορφή continuing, μη βαθμ.
  1. συνεχής
    The continuing rain made it difficult to go outside.