ουσιαστικό “nook”
ενικός nook, πληθυντικός nooks
- καταφύγιο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They found a shady nook under the trees where they could rest and enjoy the peaceful scenery.
- γωνιά (σε δωμάτιο ή κτίριο)
She set up a cozy reading nook next to the fireplace, with a comfortable chair and a lamp.