ουσιαστικό “invoice”
ενικός invoice, πληθυντικός invoices
- τιμολόγιο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company sent me an invoice for the work they completed last month.
- τιμή χονδρικής (για αυτοκίνητο)
The dealer is selling the car at just above invoice.
ρήμα “invoice”
απαρέμφατο invoice; αυτός invoices; αόριστος invoiced; μετοχή αορ. invoiced; μετοχή ενεστ. invoicing
- τιμολογώ (αποστολή)
The contractor invoiced the client for the completed work.
- τιμολογώ (προετοιμασία)
She is invoicing all the orders that came in today.