·

won (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
win (ρήμα)

ουσιαστικό “won”

ενικός won, πληθυντικός won
  1. το όνομα του νομίσματος που χρησιμοποιείται στη Νότια Κορέα και τη Βόρεια Κορέα
    I exchanged my dollars for Korean won at the airport.