επίθετο “pitched”
βασική μορφή pitched (more/most)
- κεκλιμένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The house features a sharply pitched roof that sheds snow quickly.
- σφοδρός (μάχη)
The armies engaged in a pitched battle that lasted for hours.
- με συγκεκριμένη τονικότητα
The bird's high-pitched song echoed through the forest.
- καλυμμένος με πίσσα
The crew worked to repair the pitched hull of the old boat.