ουσιαστικό “inquiry”
ενικός inquiry, πληθυντικός inquiries
- ερώτηση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She made an inquiry about the availability of rooms at the hotel.
- έρευνα (επίσημη)
The committee is conducting an inquiry into the causes of the financial crisis.
- έρευνα (συστηματική)
Scientific inquiry has led to many important discoveries.