ουσιαστικό “pre-approval”
ενικός pre-approval, πληθυντικός pre-approvals ή μη μετρήσιμο
- προέγκριση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After submitting his financial documents, he received pre-approval from the bank to buy a new house.