·

icing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
ice (ρήμα)

ουσιαστικό “icing”

ενικός icing, πληθυντικός icings ή μη μετρήσιμο
  1. γλάσο
    She spread the chocolate icing on the cake with a spatula, making sure it was smooth and even.
  2. άισινγκ (με την έννοια της παράβασης στο χόκεϊ επί πάγου)
    The referee blew the whistle for icing after the defenseman sent the puck down the ice from behind his own blue line.