ουσιαστικό “ice”
ενικός ice, πληθυντικός ices ή μη μετρήσιμο
- πάγος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The children were excited to see the pond had frozen over with a thick layer of ice.
ρήμα “ice”
απαρέμφατο ice; αυτός ices; αόριστος iced; μετοχή αορ. iced; μετοχή ενεστ. icing
- παγώνω
She decided to ice the drinks before the guests arrived to ensure they were refreshingly cold.
- επικαλύπτω με ζαχαρόπαστα (ή γλάσο)
For his birthday, she decided to bake a chocolate cake and ice it with a rich buttercream frosting.