·

area (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “area”

ενικός area, πληθυντικός areas ή μη μετρήσιμο
  1. έκταση
    The new rug covers an area of 12 square feet in the living room.
  2. περιοχή
    They live in a rural area outside the city where the air is much cleaner.
  3. μια συγκεκριμένη περιοχή ενός πράγματος ή χώρος μέσα σε κάτι
    We need to clean the kitchen; the area around the sink is especially dirty.
  4. πεδίο (π.χ. εμπειρογνωμοσύνης)
    Her expertise lies in the area of molecular biology.
  5. περιοχή πέναλτι
    The striker was tackled just as he entered the area, earning his team a penalty kick.
  6. None