ουσιαστικό “area”
ενικός area, πληθυντικός areas ή μη μετρήσιμο
- έκταση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The new rug covers an area of 12 square feet in the living room.
- περιοχή
They live in a rural area outside the city where the air is much cleaner.
- μια συγκεκριμένη περιοχή ενός πράγματος ή χώρος μέσα σε κάτι
We need to clean the kitchen; the area around the sink is especially dirty.
- πεδίο (π.χ. εμπειρογνωμοσύνης)
Her expertise lies in the area of molecular biology.
- περιοχή πέναλτι
The striker was tackled just as he entered the area, earning his team a penalty kick.
- None