·

rival (EN)
ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα

ουσιαστικό “rival”

ενικός rival, πληθυντικός rivals
  1. αντίπαλος
    Samsung and Apple are rivals in the smartphone market.
  2. άνευ ανταγωνιστή (σε περίπτωση που δεν υπάρχει ανταγωνιστής)
    In the world of tennis, Serena Williams has few rivals.

επίθετο “rival”

βασική μορφή rival, μη βαθμ.
  1. ανταγωνιστικός
    The two rival companies were constantly trying to outdo each other with better products.

ρήμα “rival”

απαρέμφατο rival; αυτός rivals; αόριστος rivaled us, rivalled uk; μετοχή αορ. rivalled us, rivaled uk; μετοχή ενεστ. rivalling us, rivaling uk
  1. ανταγωνίζομαι
    She rivaled her coworker for the promotion, putting in extra hours and presenting innovative ideas.
  2. ισούμαι, ταιριάζω ή υπερέχω σε ποιότητα, επίτευγμα ή αξία
    Her cooking skills rival those of a professional chef.