ουσιαστικό “rival”
ενικός rival, πληθυντικός rivals
- αντίπαλος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Samsung and Apple are rivals in the smartphone market.
- άνευ ανταγωνιστή (σε περίπτωση που δεν υπάρχει ανταγωνιστής)
In the world of tennis, Serena Williams has few rivals.
επίθετο “rival”
βασική μορφή rival, μη βαθμ.
- ανταγωνιστικός
The two rival companies were constantly trying to outdo each other with better products.
ρήμα “rival”
απαρέμφατο rival; αυτός rivals; αόριστος rivaled us, rivalled uk; μετοχή αορ. rivalled us, rivaled uk; μετοχή ενεστ. rivalling us, rivaling uk
- ανταγωνίζομαι
She rivaled her coworker for the promotion, putting in extra hours and presenting innovative ideas.
- ισούμαι, ταιριάζω ή υπερέχω σε ποιότητα, επίτευγμα ή αξία
Her cooking skills rival those of a professional chef.