·

intelligence (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “intelligence”

ενικός intelligence, μη μετρήσιμο
  1. νοημοσύνη
    The detective's high intelligence allowed him to solve complex cases that baffled others.
  2. μυστικές πληροφορίες
    The spy agency gathered intelligence on the enemy's missile program, helping to prevent a potential attack.
  3. μυστικές υπηρεσίες (στο πλαίσιο της κυβέρνησης ή του στρατού)
    The intelligence intercepted communications that helped prevent a potential attack.