επίθετο “unprecedented”
βασική μορφή unprecedented, μη βαθμ.
- πρωτοφανής
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company achieved unprecedented success with its new product, selling millions in just a week.