·

strong (EN)
επίθετο

επίθετο “strong”

strong, συγκρ. stronger, υπερθ. strongest
  1. δυνατός
    The strong horse easily pulled the heavy cart up the hill.
  2. ανθεκτικός
    The bridge was built with strong steel beams to endure the weight of heavy traffic.
  3. ισχυρός
    This political party is very strong.
  4. αποφασιστικός
    Despite numerous setbacks, she remained strong in her commitment to open the community center.
  5. ακμαίος (υγιής και μη ευάλωτος σε ασθένειες)
    This broth will keep you strong in winter.
  6. έντονος (σε αίσθηση)
    The strong aroma of garlic filled the kitchen as soon as the cloves hit the hot pan.
  7. δυνατός (με έντονη μυρωδιά ή γεύση)
    The cheese left in the fridge had developed such a strong odor that it filled the entire kitchen as soon as the door was opened.
  8. χυδαίος (σε γλώσσα ή έκφραση)
    His speech contained strong words that shocked the audience.
  9. πλούσιος (με υψηλή περιεκτικότητα σε ουσία ή συστατικό)
    That's a really strong coffee.
  10. ισχυρός (σε κλίση που συνήθως περιλαμβάνει αλλαγή φωνήεντος)
    The verb "sing" becomes "sang" in the past tense, which makes it a strong verb due to the vowel change.
  11. τονισμένος (με έμφαση ή στρες)
    In the sentence "I want tea and cookies," the word "and" is usually pronounced in its strong form, /ænd/, for emphasis.
  12. πλούσιος (κατέχοντας πλούτο ή πόρους)
    Despite the global financial crisis, the country maintained a strong economy.
  13. αριθμητικός (αποτελούμενος από συγκεκριμένο αριθμό ατόμων ή μονάδων)
    The choir was impressive, eighty voices strong, filling the hall with harmonious melodies.
  14. ισχυρός (στα μαθηματικά, οδηγώντας σε ευρύ φάσμα λογικών αποτελεσμάτων)
    The theorem is strong enough to encompass several corollaries, making it a powerful tool for mathematicians.