·

Swahili (EN)
Κύριο Όνομα, ουσιαστικό

Κύριο Όνομα “Swahili”

Swahili
  1. Σουαχίλι
    To communicate with locals during his trip to Tanzania, John decided to take a basic course in Swahili.

ουσιαστικό “Swahili”

ενικός Swahili, πληθυντικός Swahili, Swahilis ή μη μετρήσιμο
  1. κάτοικος της ακτής Σουαχίλι
    The Swahilis, known for their rich cultural heritage, have lived along the East African coast for centuries.