·

refuse (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “refuse”

απαρέμφατο refuse; αυτός refuses; αόριστος refused; μετοχή αορ. refused; μετοχή ενεστ. refusing
  1. αρνούμαι (κάτι που προσφέρεται)
    She refused the dessert, saying she was full.
  2. αρνούμαι (να κάνω κάτι)
    He refused to help me when I asked him to carry the boxes.
  3. αρνούμαι (να επιτρέψω)
    The bank refused him a loan because of his poor credit history.
  4. συγκρατώ (στρατεύματα)
    The general refused the right flank to reinforce the center.

ουσιαστικό “refuse”

ενικός refuse, μη μετρήσιμο
  1. απορρίμματα
    The city's refuse is collected every Monday.