ρήμα “refuse”
απαρέμφατο refuse; αυτός refuses; αόριστος refused; μετοχή αορ. refused; μετοχή ενεστ. refusing
- αρνούμαι (κάτι που προσφέρεται)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She refused the dessert, saying she was full.
- αρνούμαι (να κάνω κάτι)
He refused to help me when I asked him to carry the boxes.
- αρνούμαι (να επιτρέψω)
The bank refused him a loan because of his poor credit history.
- συγκρατώ (στρατεύματα)
The general refused the right flank to reinforce the center.
ουσιαστικό “refuse”
ενικός refuse, μη μετρήσιμο
- απορρίμματα
The city's refuse is collected every Monday.