ουσιαστικό “sight”
ενικός sight, πληθυντικός sights ή μη μετρήσιμο
- όραση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Despite his age, his sight remains excellent.
- θέαση
The sight of the mountains filled her with awe.
- θέαμα
The aurora borealis is a spectacular sight.
- αξιοθέατο
Tourists flock to the city to see the sights.
- σκοπευτικό
He peered through the sight to line up his shot.
ρήμα “sight”
απαρέμφατο sight; αυτός sights; αόριστος sighted; μετοχή αορ. sighted; μετοχή ενεστ. sighting
- εντοπίζω
After hours of scanning the horizon, they finally sighted the whales.
- στοχεύω (με σκοπευτικό)
He sighted the target carefully before pulling the trigger.
- ρυθμίζω (τα σκοπευτικά)
He spent the afternoon sighting his rifle at the shooting range.