ουσιαστικό “audio”
ενικός audio, πληθυντικός audios ή μη μετρήσιμο
- ήχος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The movie's visuals were stunning, but the audio was too low to hear clearly.
- ηχογράφηση
I downloaded the audio of the lecture to listen to it on my way to work.
επίθετο “audio”
βασική μορφή audio, μη βαθμ.
- ηχητικός
She prefers audio books to printed ones because she enjoys listening to stories.