επίθετο “dumb”
dumb, συγκρ. dumber, υπερθ. dumbest
- χαζός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He felt dumb for forgetting his own phone number.
- ανόητος
Buying the same book twice because you forgot you already owned it was dumb.
- άφωνος
In the 19th century, schools for the deaf taught dumb students to use their hands for communication.
ρήμα “dumb”
απαρέμφατο dumb; αυτός dumbs; αόριστος dumbed; μετοχή αορ. dumbed; μετοχή ενεστ. dumbing
- απλοποιώ (με μείωση της ποιότητας ή ακρίβειας)
The publisher decided to dumb down the science textbook, fearing it was too complex for high school students.