·

recurring (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
recur (ρήμα)

επίθετο “recurring”

βασική μορφή recurring (more/most)
  1. επαναλαμβανόμενος
    The town has been facing recurring floods every spring.
  2. επαναλαμβανόμενος (στα μαθηματικά, για δεκαδικούς αριθμούς)
    The fraction 1/3 is equal to the recurring decimal 0.333...