ρήμα “recur”
απαρέμφατο recur; αυτός recurs; αόριστος recurred; μετοχή αορ. recurred; μετοχή ενεστ. recurring
- επαναλαμβάνομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After months of remission, the disease symptoms recurred.
- επανέρχομαι (στο μυαλό)
The melody kept recurring in his thoughts all day.
- ανακαλώ τον εαυτό μου αναδρομικά
The function recurs until a termination condition is met.