·

recur (EN)
ρήμα

ρήμα “recur”

απαρέμφατο recur; αυτός recurs; αόριστος recurred; μετοχή αορ. recurred; μετοχή ενεστ. recurring
  1. επαναλαμβάνομαι
    After months of remission, the disease symptoms recurred.
  2. επανέρχομαι (στο μυαλό)
    The melody kept recurring in his thoughts all day.
  3. ανακαλώ τον εαυτό μου αναδρομικά
    The function recurs until a termination condition is met.