επίθετο “audacious”
βασική μορφή audacious (more/most)
- τολμηρός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her audacious leap from the cliff into the sea below left onlookers in awe of her daring spirit.