·

got (EN)
ρήμα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
get (ρήμα)

ρήμα “got”

got (έχει μόνο μία μορφή)
  1. να κατέχεις ή να έχεις κάτι, δηλώνει τον ενεστώτα χρόνο
    I've got two tickets to the concert next weekend.
  2. δηλώνει μια απαίτηση ή αναγκαιότητα
    You've got to wear a helmet when you ride a bike.