·

designed (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
design (ρήμα)

επίθετο “designed”

βασική μορφή designed (more/most)
  1. σχεδιασμένος
    The designer created a beautifully designed dress that fit her perfectly.