·

diving (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
dive (ρήμα)

ουσιαστικό “diving”

ενικός diving, μη μετρήσιμο
  1. καταδύσεις
    She won a gold medal in diving at the national championships.
  2. κατάδυση (για εξερεύνηση)
    She loves diving to explore the colorful coral reefs and marine life.