ουσιαστικό “design”
ενικός design, πληθυντικός designs ή μη μετρήσιμο
- σχέδιο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The design for the new bridge specifies that it must withstand earthquakes of up to 8.0 magnitude.
- σχεδιασμός
The design of the mural incorporated vibrant colors and geometric shapes to convey a sense of joy.
- σκοπιμότητα (με αρνητική συνδηλώσεις)
She was wary of his friendly demeanor, suspecting he had a hidden design to cheat her out of her inheritance.
- τέχνη του σχεδιασμού
The quality of furniture design is high in Sweden.
ρήμα “design”
απαρέμφατο design; αυτός designs; αόριστος designed; μετοχή αορ. designed; μετοχή ενεστ. designing
- σχεδιάζω
She designed a beautiful garden layout that included a variety of flowers and a small pond.