·

lined (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
line (ρήμα)

επίθετο “lined”

βασική μορφή lined, μη βαθμ.
  1. επενδυμένος
    She preferred her winter coat to be fleece-lined for extra warmth.
  2. με γραμμές (για χαρτί ή άλλη επιφάνεια προορισμένη για γράψιμο)
    The students were instructed to use only lined notebooks for their math assignments.
  3. με ρυτίδες (στο δέρμα)
    Her eyes, though lined with age, sparkled with youthful energy.