·

limousine (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “limousine”

ενικός limousine, πληθυντικός limousines
  1. λιμουζίνα
    The celebrities stepped out of the black limousine onto the red carpet, greeted by a crowd of fans.
  2. όχημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών προς ή από ένα αεροδρόμιο, συμπεριλαμβανομένων των σεντάν, των βαν και των λεωφορείων
    After our flight landed, we took an airport limousine to the hotel with other passengers.