επίθετο “unyielding”
βασική μορφή unyielding (more/most)
- αμετακίνητος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Despite hours of debate, her stance on the issue remained unyielding.
- ακαμψος
The unyielding steel door refused to budge, even after several attempts to force it open.