·

crafting (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
craft (ρήμα)

ουσιαστικό “crafting”

ενικός crafting, πληθυντικός craftings ή μη μετρήσιμο
  1. Χειροτεχνία
    The crafting of pottery is a process that requires a lot of skill.