·

baroque (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
Baroque (Κύριο Όνομα)

επίθετο “baroque”

βασική μορφή baroque (more/most)
  1. μπαρόκ
    The museum features a collection of baroque paintings by famous European artists.
  2. έχοντας περίτεχνη, πολύπλοκη ή περίπλοκη λεπτομέρεια
    Her writing style is so baroque that it's sometimes hard to follow.