ουσιαστικό “emotion”
ενικός emotion, πληθυντικός emotions ή μη μετρήσιμο
- συναίσθημα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
When she heard the news of her friend's accident, a wave of emotions, including fear and concern, washed over her.